γαστερόποδα

γαστερόποδα
τα
ομοταξία οργανισμών που ανήκει στα Μαλάκια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… …   Dictionary of Greek

  • μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • μάργαρο ή σεντέφι — Προϊόν έκκρισης του μανδύα διάφορων μαλακίων (θαλάσσιων ή των γλυκών νερών), το οποίο και αποτελεί το εσωτερικό στρώμα του οστράκου τους. Το μ. απαρτίζεται από λεπτά διαδοχικά στρώματα μιας οργανικής ουσίας με την ονομασία κογχυολίνη, στην οποία… …   Dictionary of Greek

  • σαλιγκάρια — Κοινό όνομα των πνευμονοφόρων χερσαίων γαστερόποδων, που είναι προικισμένα με ελικοειδές όστρακο (οικογένεια Ελικιδών) και ανήκουν στο γένος έλιξ (helix) και σε συγγενή γένη που περιλαμβάνουν πολλά είδη. Το όστρακο είναι ευρύ και γενικά… …   Dictionary of Greek

  • Αμφίδρομος — ο Ζωολ. γένος χερσαίων σαλιγκαριών (Γαστερόποδα Μαλάκια) τών τροπικών χωρών. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο το ζώο προστατεύει τα αβγά του. Τυλίγει ένα φύλλο σε σωλήνα, κλείνει το ένα άκρο με βλέννα και τοποθετεί τα αβγά του στον… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • δωριδίδες — οι γυμνοβράγχια γαστερόποδα …   Dictionary of Greek

  • δωριδώδη — τα ζωολ. γυμνοβράγχια, οπισθοβράγχια γαστερόποδα με πλατύ σώμα και πτεροειδή βράγχια στη ράχη ή στην έδρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”